- φαρσος
- φάρσος-εος τό1) часть
ἔστι δὲ δύο φάρσεα τῆς πόλιος Her. — город состоит из двух частей
2) кусок(πετάσου Anth.)
φ. βότρυος Anth. — гроздь или груда винограда
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔστι δὲ δύο φάρσεα τῆς πόλιος Her. — город состоит из двух частей
(πετάσου Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάρσος — any piece cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ … Dictionary of Greek
φάρσει — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρσεϊ , φάρσος any piece cut off neut dat sg (epic ionic) φάρσος any piece cut off neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρση — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρσέων — φάρσος any piece cut off neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρσεα — φάρσος any piece cut off neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρσεος — φάρσος any piece cut off neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρσους — φάρσος any piece cut off neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
φαρσίον — τὸ, ΜΑ [φάρσος] υποκορ. τ. τού φάρσος … Dictionary of Greek
ξώφαρσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος, επιπόλαιος. επίρρ... ξώφαρσα επιφανειακά, ξώπετσα, ξυστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φάρσος «πλευρά»] … Dictionary of Greek